- πολυποίκιλος
- η , ο [ος , ον ] очень разнообразный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πολυποίκιλος — much variegated masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυποίκιλος — η, ο / πολυποίκιλος, ον ΝΜΑ πάρα πολύ ποικίλος, αυτός που παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία (α. «πολυποίκιλες αντιδράσεις» β. «πολυποίκιλα προβλήματα» γ. «ἡ πολυποίκιλος σοφία τοῦ Θεοῦ», ΚΔ) (μσν αρχ.) πολυποίκιλτος, πολύ διακοσμημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
πολυποικιλώτατα — πολυποίκιλος much variegated adverbial superl πολυποίκιλος much variegated neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυποίκιλον — πολυποίκιλος much variegated masc/fem acc sg πολυποίκιλος much variegated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυποικιλώτατος — πολυποίκιλος much variegated masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυποικίλοις — πολυποίκιλος much variegated masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυποικίλου — πολυποίκιλος much variegated masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυποικίλων — πολυποίκιλος much variegated masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυποικίλῳ — πολυποίκιλος much variegated masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυποίκιλα — πολυποίκιλος much variegated neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυποίκιλε — πολυποίκιλος much variegated masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)